- πωλητήρ
- -ῆρος, ὁ, Αο πωλητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμη-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πωλητήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητῆρα — πωλητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek